ἡμέτερε

ἡμέτερε
ἡμέτερος
our
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κρονίδης — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. ο μάρτυς. Συνελήφθη μαζί με τους Λεόντιο και Σεραπίωνα και μαρτύρησε μαζί τους με πνιγμό στη θάλασσα. Η μνήμη τους τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Κ. ο μάρτυς. Μαρτύρησε στη Βιζύη επί Διοκλητιανού… …   Dictionary of Greek

  • κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡμέτερ' — ἡμέτερα , ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl ἡμέτερε , ἡμέτερος our masc voc sg ἡμέτεραι , ἡμέτερος our fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”